γεγηθότως

Revision as of 17:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Adv. pf. of γηθέω,    A with joy, Hld.7.5, Ph.2.295.

German (Pape)

[Seite 477] (γηθέω), stendig, Heliod. 7, 5.

Greek (Liddell-Scott)

γεγηθότως: ἐπίρρ. πρκμ. τοῦ γηθέω, μετὰ χαρᾶς, ἐν ἀγαλλιάσει, Ἡλιόδ. 7. 5, Φίλων 2. 295.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. de γηθέω alegremente Hld.7.5.3, Ph.2.295 (var.).

Greek Monolingual

γεγηθότως επίρρ. (AM)
ευχαρίστως, μετά χαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρημα σχηματισμένο βάσει του παρακμ. γέγηθα του ρ. γηθώ «χαίρομαι, ευχαριστιέμαι»].