γύψινος
English (LSJ)
η, ον, A made of gypsum, ἀγαλμάτιον EM530.15. II γ., τό, room plastered with gypsum, BGU 1028.88 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 512] aus Gyps, B. A. 272.
Greek (Liddell-Scott)
γύψινος: -η, -ον, ἐκ γύψου, Β. Α. 272.
Spanish (DGE)
-η, -ον
1 hecho de yeso στεφάνιον ID 1452B.11 (II a.C.), ἀγαλμάτιον EM 530.15G.
•neutr. subst. estatua modelada en yeso Ἰσιδώρου τὸ γ. SEG 18.778 (III/II a.C.), cf. Gr.Nyss.Hom.creat.65a.2.
2 subst. τὸ γ. habitación revocada con yeso, BGU 1028.22, 28 (II d.C.).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM γύψινος, -η, -ον)
1. κατασκευασμένος από γύψο
2. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα γύψινα
αντικείμενα κατασκευασμένα από γύψο.