δεσμοφυλακεία

Revision as of 18:00, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A tax for maintenance of prisons, PFay.53.6; service as warder, PFlor. 253 (iii A. D.), al.

Greek Monolingual

δεσμοφυλακεία, η (Α)
1. φόρος για τη συντήρηση των δημόσιων φυλακών
2. η υπηρεσία του δεσμοφύλακα.