διάγλυπτος

Revision as of 18:05, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A divided, of a quill-pen, AP6.227 (Crin.).

Greek (Liddell-Scott)

διάγλυπτος: -ον, ἐγγεγλυμμένος, ἐγκεχαραγμένος, Ἀνθ. Π. 6. 227.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
taillé par le ciseau, intaglio.
Étymologie: διαγλύφω.

Spanish (DGE)

-ον talladode una pluma AP 6.227 (Crin.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α διάγλυπτος, -ον) διαγλύφω
1. αυτός που φέρει γλυφές, διακοσμητικά σκαλίσματα
2. το ουδ. ως ουσ. το διάγλυπτον
το κοσμημένο με πολλές γλυφές.

Greek Monotonic

διάγλυπτος: -ον, χαραγμένος, γλυπτός, εγχάρακτος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

διάγλυπτος: украшенный резьбой, резной (κάλαμος Anth.).

Middle Liddell

carved in intaglio, engraved, Anth.