διαφόρητος

Revision as of 18:55, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A torn in pieces, σάρξ prob. in E. Cyc.344.

Spanish (DGE)

-ον
1 troceado ζέσας σὴν σάρκα διαφόρητον (cj.) ἀμφέξει καλῶς (el caldero) cociendo tu carne troceada, la recibirá con gusto E.Cyc.344.
2 que se deja traspasar, traspasable (τὸ σῶμα) διὰ τὴν μάνωσιν τῶν σωμάτων διαφόρητον γίνεται Phlp.in Mete.126.39.

Greek Monolingual

διαφόρητος, -ον (Α)
κομμένος σε κομμάτια, ξεσχισμένος.

Russian (Dvoretsky)

διαφόρητος: растерзанный, разрезанный (σάρξ Eur.).