διείρηκα
English (LSJ)
A v. διερῶ.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
French (Bailly abrégé)
pf. Act. de *διέρω.
Greek Monotonic
διείρηκα: χρησιμ. ως παρακ. του δι-ερῶ, δι-εῖπον.
A v. διερῶ.
pf. Act. de *διέρω.
διείρηκα: χρησιμ. ως παρακ. του δι-ερῶ, δι-εῖπον.