δισπερίοδος

Revision as of 19:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A twice a περιοδονίκης (q. v.), κῆρυξ IG3.129 (iii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

δισπερίοδος: κήρυξ, CIA ΙΙΙ. 129· ― πρβλ. τρισπερίοδος. Ἴδε Λεξικ. Κουμανούδ.