διφθερίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A = διφθέρα, AP9.546 (Antiphil.).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
διφθερίς: -ίδος, ἡ, =διφθέρα, Ἀνθ. Π. 9. 546.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
cuero, piel de cueropara resguardarse de la lluvia AP 9.546 (Antiphil.).
Greek Monolingual
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
διφθερίς: ίδος ἡ Anth. = διφθέρα 1.