δουλία

Revision as of 19:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A v. δουλεία.

German (Pape)

[Seite 661] ἡ, = δουλεία, Pind. P. 1, 75.

Greek (Liddell-Scott)

δουλία: ἡ, =δουλεία, ὃ ἴδε.

English (Slater)

δουλία
   1 slavery Ἑλλάδ' ἐξέλκων βαρείας δουλίας (P. 1.75)

Spanish (DGE)

v. δουλεία.

Greek Monolingual

η
βλ. δουλειά.

Russian (Dvoretsky)

δουλία: ἡ Pind. = δουλεία.