δορύκρανος

Revision as of 19:25, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

δορύκτητος, δορύμᾰχος,    A v. δορι-.

German (Pape)

[Seite 659] λόγχη, speerköpfig, oben mit einer Spitze versehen, Aesch. Pers. 144, v. l. δορίκρ.

Greek (Liddell-Scott)

δορύκρανος: δορύκτητος, δορύμᾰχος, ἧττον ὀρθοὶ τύποι ἀντὶ δορι-.

Spanish (DGE)

(δορύκρᾱνος) -ον

• Prosodia: [-ῠ-]
que es la cabeza de la lanza λόγχη A.Pers.148.

Greek Monotonic

δορύκρανος: δορύ-κτητος, δορύ-παλτος, δορυ-σθενής, λιγότερο ορθοί τύποι αντί δορι-.

Russian (Dvoretsky)

δορύκρᾱνος: с копьевидным острием (λόγχη Aesch.).