δυσάνεκτος

Revision as of 19:30, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A = δυσανάσχετος 1, interpol. in X.Mem.2.2.8, cf. Gal.7.181. Adv. -τως Poll.3.130.

German (Pape)

[Seite 675] = δυσανάσχετος, Xen. Mem. 2, 2, 8.

Greek (Liddell-Scott)

δυσάνεκτος: -ον, = δυσανάσχετος Ι, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à supporter.
Étymologie: δυσ-, ἀνέχω.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícilmente soportable ὀδύνη Gal.1.181, cf. Stob.4.25.54.
2 adv. -ως en forma difícilmente soportable Poll.3.130.

Greek Monolingual

δυσάνεκτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα γίνεται ανεκτός, ο αφόρητος.

Greek Monotonic

δυσάνεκτος: -ον, = δυσανάσχετος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δυσάνεκτος: невыносимый (πράγματα Xen.).