δυνάστευμα

Revision as of 19:32, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ατος, τό, in pl.,    A natural resources, τὰ δ. τοῦ Αιβάνου LXX 3 Ki.2.46c.

German (Pape)

[Seite 673] τό, Reich, Provinz, LXX.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
plu. recursos naturales διανοίγειν τὰ δυναστεύματα τοῦ Λιβάνου LXX 3Re.2.46c.

Greek Monolingual

το (AM δυνάστευμα) δυναστεύω
νεοελλ.
καταδυνάστευση, δεσποτεία
αρχ.
1. η αποδοτικότητα ενός τόπου σε φυσικό πλούτο
2. οι φυσικοί πόροι ενός τόπου.