εὐδόκησις
English (LSJ)
εως, ἡ, A satisfaction, approval, Plb.16.20.4, D.S. 15.6, D.H.3.13, S.E.M.7.200; consent, concurrence, POxy.1273.39 (iii A. D.); ἔλαβον -ησιν SIG685.108 (Crete, ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1062] ἡ, die Zufriedenheit, Beistimmung, Genehmigung, D. Hal. 3, 13 D. Sic. 15, 6 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδόκησις: -εως, = εὐδοκία, Πολύβ. 16. 20, 4, Διόδ. 15, 6, κλ.
Greek Monolingual
εὐδόκησις, ἡ (Α) ευδοκώ
επιδοκιμασία, συγκατάθεση, συναίνεση.
Russian (Dvoretsky)
εὐδόκησις: εως ἡ одобрение, согласие Polyb., Diod.