εὐκτέον
English (LSJ)
(εὔχομαι) A one must pray for or desire, Pl.Lg.687e, Heraclit. Ep.7.8; θεῷ τὰ ἄξια θεοῦ prob. cj. in Porph.Marc.12: abs., Max. Tyr.11.4.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκτέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ εὔχεσθαι, Μεθόδ. 241Α.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de εὔχομαι.
Greek Monolingual
εὐκτέον (Α)
(ρημ. επίθ. του ρ. εύχομαι) πρέπει να εύχεται, να παρακαλεί κανείς.