εὐρύζυγος

Revision as of 21:00, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A broad-throned, wide-ruling (cf. ὑψίζυγος), Ζεύς Pi.Fr.14.

German (Pape)

[Seite 1094] Ζεύς, wie ὑψίζυγος, Pind. bei Eustath.

English (Slater)

εὐρύζυγος
   1 sitting on a broad steering bench met., wide governing cf. Fraenkel on Ag. 182. Eustath., Proem. Pind. § 16, καὶ Δία εὐρύζυγον (sc. καλεῖ Πίνδαρος) ἄλλως παρὰ τὸ ὑψίζυγον fr. 14.

Greek Monolingual

εὐρύζυγος, -ον (Α)
(επίθ. του Διός) αυτός που κάθεται σε πλατύ θρόνο, που έχει ευρεία εξουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + ζυγός.

Russian (Dvoretsky)

εὐρύζῠγος: высоко восседающий, т. е. могущественный (Ζεύς Pind.).