θαλασσία
English (LSJ)
ἡ, A = ἀνδρόσακες, Ps.-Dsc.3.133.
German (Pape)
[Seite 1182] ἡ, eine Pflanze, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
θαλασσία: ἡ, φυτὸν καλούμενον καὶ ἀνδρόσακες, Διοσκ. 3. 140.
Greek Monolingual
η
βλ. θαλάσσιος.
ἡ, A = ἀνδρόσακες, Ps.-Dsc.3.133.
[Seite 1182] ἡ, eine Pflanze, Diosc.
θαλασσία: ἡ, φυτὸν καλούμενον καὶ ἀνδρόσακες, Διοσκ. 3. 140.
η
βλ. θαλάσσιος.