τό, A place for seeing, Hsch.s.v. θαυσήκρι.
[Seite 1205] τό, ein Ort zum Schauen, Hesych.
θεωρεῖον: τό, τόπος ὅθεν βλέπει τις ἢ θεωρεῖ Ἡσύχ.