κακομορφία

Revision as of 22:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A ill shape, ugliness, Gloss.; gloss on δυσχλαινία, Sch.E.Hec.240.

Greek (Liddell-Scott)

κακομορφία: ἡ, κακὴ μορφή, ἀσχημία, Γλωσσ.

Greek Monolingual

η (Α κακομορφία) κακόμορφος
(το αρχ. ως σχόλ. στη λ. δυσχλαινία του Ευρ.) κακή μορφή, δυσμορφία, ασχήμια.