κατακήομεν

Revision as of 23:00, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A v. κατακαίω.

Greek (Liddell-Scott)

κατακήομεν: ἴδε κατακάω.

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. sbj. prés. épq. de κατακαίω.

Greek Monotonic

κατακήομεν: Επικ. αντί -κήωμεν, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του κατακαίω.

Russian (Dvoretsky)

κατακήομεν: эп. (= κατακήωμεν) 1 л. pl. conjct. к κατακαίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατακήομεν ep. aor. pass. conj. 1 plur. van κατακάω.