κελεύστωρ
English (LSJ)
ορος, ὁ, A one who commands, more general than κελευστής, Phryn.PSp.81 B.
German (Pape)
[Seite 1415] ορος, der Befehlende, nach B. A. 47, 4 allgemeiner als κελευστής gebraucht.
Greek (Liddell-Scott)
κελεύστωρ: -ορος, ὁ, = κελευστής, «κελεύστωρ διαφέρει τοῦ κελευστής· ὁ μὲν γὰρ κελευστής ἐστιν ὁ ἐν νηῒ κελεύων τοῖς ἐρέταις τι, ὁ δὲ κελεύστωρ ὁ ἐπικελευόμενος καὶ παρορμῶν» Α. Β. 47.
Greek Monolingual
κελεύστωρ, ὁ (Α) κελεύω
ο κελευστής, αυτός που δίνει διαταγές, αυτός που παρακινεί.