τό, A = παιδίον, Hsch. κελωρύω, shout, Id., Phot.; cf. κέλωρ 11.
κελώριον: ὑποκορ. τοῦ προηγ., «τὸ παιδίον» Ἡσύχ.
κελώριον, τὸ (Α) κέλωρ(κατά τον Ησύχ.) παιδί.