κλιμακισμός

Revision as of 09:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A = κλῖμαξ 111, Hsch. (-ίσκοι cod.).

German (Pape)

[Seite 1453] ὁ, ein Kunstgriff der Ringer, die sich auf den Rücken des Gegners schwangen, um ihn zum Falle zu bringen, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑμᾰκισμός: ὁ, εἶδος παλαιστικοῦ τεχνάσματος, Ἡσύχ.· πρβλ. κλῖμαξ ΙΙ.

Greek Monolingual

κλιμακισμός, ὁ (Α) κλιμακίζω
είδος τεχνάσματος στην πάλη, η κλίμαξ.