τό, A v. κνήκιον. κνικνίκος v. κνῆκος
[Seite 1461] τό, eine Kleeart, Diosc.
κνίκιον, τὸ (Α)κνήκιον.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κνήκιον (βλ. λ. κνῆκος)].