A = κοπρίζω, Hsch.:—written κοπρεόω, SIG986.14 (Chios, v/iv B. C.).
κοπρεύω: κοπρίζω, Ἡσύχ. ― κοπρέω, μέλλ. -ήσω, ἴδε ἐν λ. κοπρίζω.
κοπρεύω (Α) κόπρος (Ι)](κατά τον Ησύχ.) κοπρίζω.
κοπρεύω [κόπρος] bemesten.