κρήμνισις
English (LSJ)
εως, ἡ, A hurling down headlong, Sch.Th. 7.45.
German (Pape)
[Seite 1507] ἡ, das Hinabstürzen, Schol. Thuc. 7, 45.
Greek (Liddell-Scott)
κρήμνῐσις: -εως, ἡ, τὸ κατακρήμνισμα, Σχόλ. εἰς Θουκ. 7. 45.
εως, ἡ, A hurling down headlong, Sch.Th. 7.45.
[Seite 1507] ἡ, das Hinabstürzen, Schol. Thuc. 7, 45.
κρήμνῐσις: -εως, ἡ, τὸ κατακρήμνισμα, Σχόλ. εἰς Θουκ. 7. 45.