κρυμώδης

Revision as of 09:54, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ες,    A icy-cold, frozen, Hp.Vict.2.65 (κρυμν- codd.), D.P. 780, Men.Prot.p.47 D.; Ἄλπεις AP9.561 (Phil.): Comp., Ph.2.298, Metop. ap. Stob.3.1.116: Sup., Ael.NA3.13.

German (Pape)

[Seite 1515] ες, frostig, eiskalt; Ἄλπεις Philp. 68 (IX, 561); ὄχθαι D. Per. 780; Ael. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κρυμώδης: -ες, (εἶδος) ψυχρός, πεπηγώς, παγετώδης, Ἱππ. 364. 28. Ἀνθ. Π. 9. 561, Διογ. Π. 780.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
glacé.
Étymologie: κρυμός, -ωδης.

Greek Monolingual

κρυμώδης, -ῶδες (AM)
ψυχρός, παγερός («κείνου δ' ἂν ποταμοῑο περὶ κρυμώδεας ὄχθας», Διον. Περ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + κατάλ. -ώδης].

Greek Monotonic

κρυμώδης: -ες (εἶδος), ψυχρός, παγετώδης, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρυμώδης -ες [κρυμός] bevroren.

Russian (Dvoretsky)

κρῡμώδης: Anth. = κρυόεις 1.

Middle Liddell

κρυμ-ώδης, ες εἶδος
icy-cold, frozen, icy, Anth.