ες, A like cummin, Thphr.HP8.7.3.
κῠμῑνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κύμινον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 3.
κυμινώδης, -ῶδες (Α) κύμινοαυτός που μοιάζει με κύμινο.