κυπαρισσών
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, A cypress grove, Str.16.1.4.
German (Pape)
[Seite 1534] ῶνος, ὁ, ein Cypressenhain, Strab. XVI, 738.
Greek (Liddell-Scott)
κῠπᾰρισσών: -ῶνος, ἄλσος ἐκ κυπαρίσσων, Στράβ. 738.
ῶνος, ὁ, A cypress grove, Str.16.1.4.
[Seite 1534] ῶνος, ὁ, ein Cypressenhain, Strab. XVI, 738.
κῠπᾰρισσών: -ῶνος, ἄλσος ἐκ κυπαρίσσων, Στράβ. 738.