κωρισμός
English (LSJ)
ὁ, Dor. for Κουρισμός, A education, upbringing, κωρισμοῖς ἐδίδαξα μελίφροσι Hymn.Is.41.
Greek Monolingual
κωρισμός, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) ανατροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του κουρισμός].
ὁ, Dor. for Κουρισμός, A education, upbringing, κωρισμοῖς ἐδίδαξα μελίφροσι Hymn.Is.41.
κωρισμός, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) ανατροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του κουρισμός].