μαγειρώδης
English (LSJ)
ες, A butcherly, φονικὴ καὶ μ. ψυχή Eun.VSp.480 B.
Greek (Liddell-Scott)
μαγειρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος μαγείρῳ, Εὐνάπ. ἐν Βίοις Σοφιστ. σ. 63.
Greek Monolingual
μαγειρώδης, -ώδες (Α)
μάγειρος
αυτός που μοιάζει με σφαγέα, με μάγειρο («φονικὴν καὶ μαγειρώδη ψυχήν», Ευνάπ.).