μήρυγμα

Revision as of 11:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A v. μήρυμα.

German (Pape)

[Seite 178] τό, wie μήρυμα, das Gezogene, Faden, Schnur; bei Nic. Th. 160 von der gewundenen Bewegung der Schlangen, ἕρπειν ἀτραπὸν ὁλκαίην δολιχῷ μηρύγματι γαστρός, vgl. 265.

Greek (Liddell-Scott)

μήρυγμα: ἴδε ἐν λέξ. μήρυμα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
v. μήρυμα.

Greek Monolingual

μήρυγμα, τὸ (Α)
βλ. μήρυμα.

Russian (Dvoretsky)

μήρυγμα: ατος τό = μήρυμα.