μεμήλει, μεμηλώς, A v. μέλω A.I.I, B.I.
μέμηλε: μεμήλει, μεμηλώς, ἴδε ἐν λ. μέλω Α. Π.
v. μέλω.
μέμηλε: Επικ. γʹ ενικ. παρακ. του μέλω.