= foreg., A as far as, up to, c. gen., Aret.SD1.7,10,13,2.5,13: as Conj., μ. διαχωρέει Id.CA2.4; μέσφι ἄν c. subj., Id.CD2.13.
μέσφι: μέσφα, μετὰ γεν., Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7· καὶ ὡς σύνδεσμ., ὁ αὐτ. ἐν Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 13.
μέσφι (Α)(επικ. τ.) επίρρ. βλ. μέσφα.