μεζόνως, A v. μέγας.
[Seite 111] ον, ion. = μείζων, comparat. zu μέγας, w. m. s.
μέζων: μεζόνως, Ἰων. ἀντὶ μείζων, μειζόνως, ἴδε ἐν λ. μέγας.
ion. c. μείζων.
μέζων, -ον (Α)ιων. τ. βλ. μείζων.
μέζων: μεζόνως, Ιων. αντί μείζων, μειζόνως, βλ. μέγας.
μέζων: Her. = μείζων.