μεθάπτομαι
English (LSJ)
Pass., A have fastened to one, θύρσος ἱστία μεθῆπται Philostr.Im.1.19.
Greek Monolingual
μεθάπτομαι (Α)
προσδένομαι, προσαρμόζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἅπτομαι].
Pass., A have fastened to one, θύρσος ἱστία μεθῆπται Philostr.Im.1.19.
μεθάπτομαι (Α)
προσδένομαι, προσαρμόζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἅπτομαι].