ου, τό, Dim. of μάστιξ, A whip, M.Ant.10.38.
μαστίγιον: -ου, τό, ὑποκορ. τοῦ μάστιξ, μικρὰ μάστιξ, Μ. Ἀντωνῖν. 10. 38.