μεσεγγύωμα

Revision as of 12:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ατος, τό,    A = μεσεγγύημα, v.l. in Isoc.12.13.

German (Pape)

[Seite 137] τό, s. μεσεγγύημα.

Greek (Liddell-Scott)

μεσεγγύωμα: τό, = μεσεγγύημα, Ἰσοκρ. 235G Bekk.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. μεσεγγύημα.

Greek Monolingual

μεσεγγύωμα, -ατος, τὸ (Α)
βλ. μεσεγγύημα.

Russian (Dvoretsky)

μεσεγγύωμα: τό Isocr. = μεσεγγύημα.