μεριμνητικός

Revision as of 12:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A anxious, Sch.S.Tr.109; caused by anxiety, ὄνειροι Artem.4.2.

German (Pape)

[Seite 134] zum Nachdenken, Sorgen geneigt, bekümmert, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεριμνητικός: -ή, -όν, ὁ μεριμνῶν, ὁ ἔμφροντις περί τινος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 111.

Greek Monolingual

μεριμνητικός, -ή, -όν (Α) μεριμνητής
1. αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται για κάτι
2. αυτός που προκαλείται από τις μέριμνες
3. προσεκτικός.