μεσόμακρος

Revision as of 12:07, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A with a long syllable in the middle, name of the foot, Diom.p.481 K.

Greek (Liddell-Scott)

μεσόμακρος: ποὺς τῇ μετρ. ἐκ δύο βραχειῶν καὶ μακρᾶς καὶ δύο βραχειῶν, χρόνων ἕξ, Diomed. ἐν Gram. Λατ. de Keil. I, σ. 481.

Greek Monolingual

μεσόμακρος, -ον (Α)
(στη μετρική) μετρικός πόδας έξι χρόνων, που αποτελείται από δύο βραχείες, μία μακρά και δύο βραχείες συλλαβές, δηλ. ∪∪-∪∪.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + μακρός.