μεσούριον

Revision as of 12:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό, Ion. for Μεσόριον,    A boundary, D.P.17.

German (Pape)

[Seite 140] τό, ion. = μεσόριον, D. Per. 17.

Greek (Liddell-Scott)

μεσούριον: τό, Ἰων. ἀντὶ μεσόριον, μεθόριον, Διον. Π. 17.

Greek Monolingual

μεσούριον και μεσόριον, τὸ (Α) μέσορος
ιων. τ. όριο μεταξύ δύο τόπων, το μεθόριο.