μηχανητέον

Revision as of 12:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A one must contrive, μ. ὅπως ἄνPl.Grg.481a, cf. Lg.798e, X.Eq.Mag.5.11.

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνητέον: ῥημ. ἐπίθ., τοῦ μηχανῶμαι, δεῖ μηχανᾶσθαι, Πλάτ. Γοργ. 481Α, κτλ.

Greek Monotonic

μηχᾰνητέον: ρημ. επίθ. του μηχανάομαι, κάτι που πρέπει να επινοηθεί, σε Πλάτ.