μικροληψία

Revision as of 12:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A acceptance of small presents, Plb.5.90.5.

German (Pape)

[Seite 184] ἡ, das Annehmen kleiner Geschenke, Pol. 5, 90, 5.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκροληψία: ἡ, τὸ δέχεσθαι ἢ λαμβάνειν μικρὰ δῶρα, Πολύβ. 5. 90, 5.

Greek Monolingual

μικροληψία, ἡ (Α)
το να λαμβάνει κανείς μικρά, ευτελή δώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -ληψία, μέσω ενός αμάρτυρου μικρολήπτης].

Russian (Dvoretsky)

μῑκροληψία: ἡ принятие маленьких подарков Polyb.