μόν-ευσις, μον-ευτός, A v. ὀνθυλ-.
μονθῠλεύω: -ευσις, -ευτός, ἴδε ἐν λ. ὀνθυλ-.
μονθυλεύω (Α)βλ. ονθυλεύω.
See also: s. ὀνθυλεύω.
μονθυλεύω: {monthuleúō}See also: s. ὀνθυλεύω.Page 2,252