μονόκαμπτος

Revision as of 12:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A with one bend, δάκτυλος (toe) Arist.HA494a15.

German (Pape)

[Seite 203] mit einer Biegung, einem Gelenk, Arist. H. A. 1, 15.

Greek (Liddell-Scott)

μονόκαμπτος: -ον, ὁ εἰς ἓν μόνον μέρος καμπτόμενος, ἔχων μίαν μόνον κάμψιν, μονόκαμπτοι δὲ πάντες οἱ κάτω δάκτυλοι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 7.

Russian (Dvoretsky)

μονόκαμπτος: с одним сгибом, с одним сочленением (δάκτυλος Arst.).