μυθητής

Revision as of 12:53, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

οῦ, ὁ,    A relater of μῦθοι, Antig.Mir.120.

German (Pape)

[Seite 214] ὁ, Sprecher, Erzähler. – Nach Eust. zu Od. 21, 71 brauchte es Anacr. = στασιαστής, d. i. aufrührerische Reden führend. Vgl. μυθιήτης.

Greek Monolingual

μυθητής, ὁ (Α) μυθώ
1. αυτός που διηγείται μύθους
2. αυτός που εκφωνεί επαναστατικούς λόγους, ο στασιαστής.

Russian (Dvoretsky)

μῡθητής: дор. μῡθητάς, οῦ ὁ
1) призывающий к восстанию Anacr.;
2) оратор Plut.