μυωπός
English (LSJ)
όν, A = μύωψ 1, X.Cyn.3.2,3.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
μυωπός: -όν, = μύωψ, Ι, Ξεν. Κυν. 3, 2 καὶ 3.
Greek Monolingual
μυωπός, -όν (Α) μύωψ (Ι)]
αυτός που πάσχει από μυωπία, ο μύωπας.
Greek Monotonic
μυωπός: -όν, = μύωψ I, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
μυωπός: Xen. = μύωψ II.