μυροβοστρυχόεις
English (LSJ)
εσσα, εν, A with perfumed locks, Epic.Alex.Adesp.9 iii 9.
Greek Monolingual
μυροβοστρυχόεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που έχει μυρωμένες, αρωματισμένες τις πλεξούδες τών μαλλιών του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυροβόστρυχος + κατάλ. -όεις].