νεφριτικός

Revision as of 13:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A of the kidneys, νοσήματα Hp.Art.41; τὰ ν. Id.Aph.6.6.    II affected with νεφρῖτις, Dsc.1.15, Apollon. ap.Gal.13.326, Gal.Nat.Fac.1.13.    III of remedies, suitable for such cases, Alex.Trall.11.2.

Greek (Liddell-Scott)

νεφρῑτῐκός: -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐκ νεφρίτιδος, Ἀλέξ. Τραλλ. 9. 545.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α νεφριτικός, -ή, -όν) νεφρίτις
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεφρούς («νεφριτικά νοσήματα», Ιπποκρ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από νεφρίτιδα
3. (για φάρμακα) αυτός που χορηγείται στις περιπτώσεις νεφρικών παθήσεων.