νεκροβόρος

Revision as of 13:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A corpse-devouring, Cyran.17.

German (Pape)

[Seite 237] Todte fressend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροβόρος: -ον, (βορὰ) ὁ νεκρὰ σώματα καταβιβρώσκων, Ὠριγέν. ΙΙΙ, 368Α, Εὐσέβ. VI, 557Α, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 1264Α.

Greek Monolingual

-ο (Α νεκροβόρος, -ον)
αυτός που τρώγει πτώματα
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολεόπτερων σαρκοφάγων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -βόρος (< βορά), πρβλ. θυμο-βόρος, ωμο-βόρος].