νυκτερίρεμβος

Revision as of 13:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A v. νυκτίρεμβος.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτερίρεμβος: -ον, ὁ ἐν νυκτὶ ῥεμβόμενος, νυκτιπλανής, Πτολεμ. Τετράβ. 161.

Greek Monolingual

νυκτερίρεμβος, -ον (Α)
βλ. νυκτίρεμβος.